βιβλιογραφία
[vivlioɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bibliografieθηλυκό | Femininum, weiblich fβιβλιογραφίαBücherverzeichnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nβιβλιογραφίαβιβλιογραφία