„Grundbegriff“: Maskulinum, männlich GrundbegriffMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βασικός όρος, βασικές αρχές βασικός όροςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Grundbegriff Grundbegriff βασικές αρχέςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Grundbegriff Plural | πληθυντικόςpl Grundbegriff Plural | πληθυντικόςpl