„Basiswissen“: Neutrum, sächlich BasiswissenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βασικές γνώσεις βασικές γνώσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Basiswissen Basiswissen