αξίωση
[aˈksiosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Anspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mαξίωσηAnforderungθηλυκό | Femininum, weiblich fαξίωσηαξίωση
examples
- αξίωση αποζημίωσηςSchadenersatzanspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αξίωση κυριότηταςBesitzanspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mEigentumsanspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αξίωση μισθούLohnforderungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples