τρόφιμα
[ˈtrofima]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Lebensmittelπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplτρόφιμαNahrungsmittelπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplτρόφιματρόφιμα
examples
- κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n τροφίμωνLebensmittelgeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- τρόφιμα διαίτηςDiätkostθηλυκό | Femininum, weiblich f