ένστικτο
[ˈenstikto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ένστικτο της αυτοσυντήρησηςSelbsterhaltungstriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Thank you for your feedback!