Greek-German translation for "μέσο"

"μέσο" German translation

μέσο
[ˈmeso(n)]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • vorteilhafter Kontaktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μέσο(ν) γνωριμία
    Beziehungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
    μέσο(ν) γνωριμία
    μέσο(ν) γνωριμία
μέσο
[ˈmeso]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Mitteθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μέσο μέση
    μέσο μέση
  • Mittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    μέσο κατάλληλο βοήθημα
    μέσο κατάλληλο βοήθημα
  • Möglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μέσο τρόπος
    μέσο τρόπος
examples
  • ένα μέσο εναντίον
    ein Mittel gegen
    ένα μέσο εναντίον
  • Möglichkeitenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
  • (Geld-)Mittelπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
  • hide examplesshow examples
βασικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n επιβίωσης
Existenzgrundlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
βασικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n επιβίωσης
αποτριχωτικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Haarentfernerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Haarentfernungsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αποτριχωτικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ένδικο μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Rechtsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ένδικο μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μέσο εισόδημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Durchschnittseinkommenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μέσο εισόδημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ψυκτικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Kühlmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ψυκτικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
στιλιστικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Stilmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
στιλιστικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μεταφορικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Fuhrwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μεταφορικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εκφοβιστικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Abschreckungsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εκφοβιστικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
διαφημιστικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Werbemittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Werbeträgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
διαφημιστικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αποδεικτικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Beweismittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αποδεικτικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εκπαιδευτικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Erziehungsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εκπαιδευτικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
συνδετικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Bindemittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
συνδετικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μέσο επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Mittelstufeθηλυκό | Femininum, weiblich f
μέσο επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μέσο πλάνοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Halbtotaleθηλυκό | Femininum, weiblich f
μέσο πλάνοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μεταφέρω με εναέριο μέσο
μεταφέρω με εναέριο μέσο
συγκοινωνιακό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Verkehrsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
συγκοινωνιακό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αντισυλληπτικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Verhütungsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αντισυλληπτικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: