τροφή
[troˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Nahrungθηλυκό | Femininum, weiblich fτροφήτροφή
- (Vieh-)Futterουδέτερο | Neutrum, sächlich nτροφή ζωοτροφήτροφή ζωοτροφή