„σόι“: ουδέτερο σόι [ˈsoi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sippschaft Sippschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f σόι σόι examples σόι πάει το βασίλειο er ist ganz der Vater σόι πάει το βασίλειο
„έστω“: επίρρημα έστω [ˈesto]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) es mag sein, nun gut, sei’s drum es mag sein, nun gut, sei’s drum έστω έστω examples έστω κι αν … selbst wenn … έστω κι αν … έστω! μπορούμε να πάμε την Πέμπτη nun gut, wir können am Donnerstag fahren έστω! μπορούμε να πάμε την Πέμπτη
„πουθενά“: επίρρημα πουθενά [puθeˈna]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) irgendwo, nirgendwo, nirgends irgendwo(hin) πουθενά χωρίς έρνηση πουθενά χωρίς έρνηση nirgendwo(hin), nirgends πουθενά με άρνηση πουθενά με άρνηση examples δεν πήγαμε πουθενά wir gingen nirgendwohin δεν πήγαμε πουθενά μην το πεις πουθενά! nicht weitersagen! μην το πεις πουθενά! στη μέση του πουθενά οικείο | umgangssprachlichοικ am Arsch der Welt στη μέση του πουθενά οικείο | umgangssprachlichοικ
„ψιλοκόβω“: μεταβατικό ρήμα ψιλοκόβω [psiloˈkovo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -πηκα; -μμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fein hacken, klein schneiden, fein mahlen fein hacken, klein schneiden ψιλοκόβω κρεμμύδια ψιλοκόβω κρεμμύδια fein mahlen ψιλοκόβω καφέ ψιλοκόβω καφέ
„ό, τι“: αόριστη αντωνυμία ό, τι [ˈoti]αόριστη αντωνυμία | Indefinitpronomen indef pr Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) was, was auch, alles was (das), was ό, τι αυτό που ό, τι αυτό που was auch (immer), alles was ό, τι ανεξαρτήτως του είδους ό, τι ανεξαρτήτως του είδους examples κάνε ό, τι θέλεις mach, was du willst κάνε ό, τι θέλεις ό, τι και να πεις was immer du sagen magst ό, τι και να πεις απ’ ό, τι ξέρω … soweit ich weiß … απ’ ό, τι ξέρω …
„Χριστός“: αρσενικό Χριστός [xrisˈtos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Christus Christusαρσενικό | Maskulinum, männlich m Χριστός Χριστός examples μετά Χριστόν (μ. Χ.) nach Christus (n. Chr.) μετά Χριστόν (μ. Χ.) προ Χριστού (π. Χ.) vor Christus (ρήμα | Verbv. Chr.) προ Χριστού (π. Χ.)
„διάβολος“: αρσενικό διάβολος [ˈðjavolos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Teufel Teufelαρσενικό | Maskulinum, männlich m διάβολος διάβολος examples στο διάβολο! zum Teufel! στο διάβολο! να πάει στο διάβολο οικείο | umgangssprachlichοικ er kann mir mal im Mondschein begegnen, der kann mich mal gernhaben! να πάει στο διάβολο οικείο | umgangssprachlichοικ αυτό το τεστ πήγε κατά διαβόλου οικείο | umgangssprachlichοικ diese Klausur ging in die Hose αυτό το τεστ πήγε κατά διαβόλου οικείο | umgangssprachlichοικ οι μικρές επιχειρήσεις πηγαίνουν κατά διαβόλου οικείο | umgangssprachlichοικ kleinere Betriebe kommen unter die Räder οι μικρές επιχειρήσεις πηγαίνουν κατά διαβόλου οικείο | umgangssprachlichοικ hide examplesshow examples
„θα“: partikel θα [θa] partikel Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ich werde schreiben... ich würde schreiben... ich hätte geschrieben... wir sehen uns!... examples θα γράψω/γράφω μελλοντικό ich werde schreiben θα γράψω/γράφω μελλοντικό θα έγραφα δυνητικό ich würde schreiben θα έγραφα δυνητικό θα είχα γράψει ich hätte geschrieben θα είχα γράψει θα έχουν φτάσει πιθανολογικό sie werden (wohl) angekommen sein θα έχουν φτάσει πιθανολογικό θα τα πούμε! wir sehen uns! θα τα πούμε! hide examplesshow examples
„πρέπει“: απρόσωπο ρήμα | βοηθητικό ρήμα έγκλισης πρέπει [ˈprepi]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers &βοηθητικό ρήμα έγκλισης | Modalverb v/mod <έπρεπε> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) müssen müssen πρέπει πρέπει examples πρέπει να φύγω ich muss gehen πρέπει να φύγω πρέπει να τον πάρεις τηλέφωνο du sollst ihn anrufen πρέπει να τον πάρεις τηλέφωνο δεν πρέπει να της το πεις du darfst es ihr nicht sagen δεν πρέπει να της το πεις όπως πρέπει wie es sich gehört όπως πρέπει hide examplesshow examples
„πηγαίνω“: αμετάβατο ρήμα πηγαίνω [piˈjeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <υποτακτική | Konjunktivkonjkt; πάω; πήγα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gehen, fahren, passen gehen πηγαίνω πηγαίνω fahren (σε nach) πηγαίνω με όχημα πηγαίνω με όχημα passen (σε κάποιον jemandem με zu) πηγαίνω ρούχα πηγαίνω ρούχα examples σου πάει πολύ es steht dir gut σου πάει πολύ πηγαίνω αεροπορικώς fliegen, mit dem Flugzeug reisen πηγαίνω αεροπορικώς πήγε πέντε η ώρα es ist schon fünf Uhr πήγε πέντε η ώρα πηγαίνω καλά gut gehen. πηγαίνω καλά πήγες ποτέ (σου) εκεί; warst du jemals dort? πήγες ποτέ (σου) εκεί; hide examplesshow examples „πηγαίνω“: μεταβατικό ρήμα πηγαίνω [piˈjeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <υποτακτική | Konjunktivkonjkt; πάω; πήγα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bringen, fahren (hin)bringen πηγαίνω πηγαίνω (hin)fahren πηγαίνω με αυτοκίνητο πηγαίνω με αυτοκίνητο