Greek-German translation for "π"

"π" German translation

σόι
[ˈsoi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Sippschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
    σόι
    σόι
examples
πουθενά
[puθeˈna]επίρρημα | Adverb adv

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • irgendwo(hin)
    πουθενά χωρίς έρνηση
    πουθενά χωρίς έρνηση
  • nirgendwo(hin), nirgends
    πουθενά με άρνηση
    πουθενά με άρνηση
examples
  • δεν πήγαμε πουθενά
    wir gingen nirgendwohin
    δεν πήγαμε πουθενά
  • μην το πεις πουθενά!
    nicht weitersagen!
    μην το πεις πουθενά!
  • στη μέση του πουθενά οικείο | umgangssprachlichοικ
    am Arsch der Welt
    στη μέση του πουθενά οικείο | umgangssprachlichοικ
ψιλοκόβω
[psiloˈkovo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -πηκα; -μμένος>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

ό, τι
[ˈoti]αόριστη αντωνυμία | Indefinitpronomen indef pr

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • (das), was
    ό, τι αυτό που
    ό, τι αυτό που
  • was auch (immer), alles was
    ό, τι ανεξαρτήτως του είδους
    ό, τι ανεξαρτήτως του είδους
examples
Χριστός
[xrisˈtos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Christusαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Χριστός
    Χριστός
examples
  • μετά Χριστόν (μ. Χ.)
    nach Christus (n. Chr.)
    μετά Χριστόν (μ. Χ.)
  • προ Χριστού (π. Χ.)
    vor Christus (ρήμα | Verbv. Chr.)
    προ Χριστού (π. Χ.)
διάβολος
[ˈðjavolos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Teufelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    διάβολος
    διάβολος
examples
  • στο διάβολο!
    zum Teufel!
    στο διάβολο!
  • να πάει στο διάβολο οικείο | umgangssprachlichοικ
    er kann mir mal im Mondschein begegnen, der kann mich mal gernhaben!
    να πάει στο διάβολο οικείο | umgangssprachlichοικ
  • αυτό το τεστ πήγε κατά διαβόλου οικείο | umgangssprachlichοικ
    diese Klausur ging in die Hose
    αυτό το τεστ πήγε κατά διαβόλου οικείο | umgangssprachlichοικ
  • hide examplesshow examples
θα
[θa] partikel

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

examples
  • θα γράψω/γράφω μελλοντικό
    ich werde schreiben
    θα γράψω/γράφω μελλοντικό
  • θα έγραφα δυνητικό
    ich würde schreiben
    θα έγραφα δυνητικό
  • θα είχα γράψει
    θα είχα γράψει
  • hide examplesshow examples
πρέπει
[ˈprepi]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers &βοηθητικό ρήμα έγκλισης | Modalverb v/mod <έπρεπε>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • müssen
    πρέπει
    πρέπει
examples
  • πρέπει να φύγω
    ich muss gehen
    πρέπει να φύγω
  • πρέπει να τον πάρεις τηλέφωνο
    du sollst ihn anrufen
    πρέπει να τον πάρεις τηλέφωνο
  • δεν πρέπει να της το πεις
    du darfst es ihr nicht sagen
    δεν πρέπει να της το πεις
  • hide examplesshow examples
πηγαίνω
[piˈjeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <υποτακτική | Konjunktivkonjkt; πάω; πήγα>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • gehen
    πηγαίνω
    πηγαίνω
  • fahren (σε nach)
    πηγαίνω με όχημα
    πηγαίνω με όχημα
  • passen (σε κάποιον jemandem με zu)
    πηγαίνω ρούχα
    πηγαίνω ρούχα
examples
πηγαίνω
[piˈjeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <υποτακτική | Konjunktivkonjkt; πάω; πήγα>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • (hin)bringen
    πηγαίνω
    πηγαίνω
  • (hin)fahren
    πηγαίνω με αυτοκίνητο
    πηγαίνω με αυτοκίνητο