„ξέρω“: μεταβατικό ρήμα ξέρω [ˈksero]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <παρατατικός | Imperfektimperf; ήξερα; ohneαόριστος | Aorist aor> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wissen, kennen, verstehen, können wissen (πως, ότι dass) ξέρω ξέρω kennen ξέρω γνωρίζω ξέρω γνωρίζω verstehen (από von) ξέρω καταλαβαίνω ξέρω καταλαβαίνω können ξέρω έχω μάθει ξέρω έχω μάθει examples ξέρω Ελληνικά ich kann Griechisch ξέρω Ελληνικά ξέρω κολύμπι ich kann schwimmen ξέρω κολύμπι απ’ ό,τι/όσο ξέρω meines Wissens απ’ ό,τι/όσο ξέρω δεν το ξέρω ich weiß es nicht δεν το ξέρω δεν ξέρω τι να κάνω ich weiß nicht, was ich tun soll, ich bin ratlos δεν ξέρω τι να κάνω ξέρω τους ανθρώπους Menschenkenntnis habenθηλυκό | Femininum, weiblich f ξέρω τους ανθρώπους ναι, ναι, ξέρω! ja, ja, ich weiß Bescheid! ναι, ναι, ξέρω! hide examplesshow examples