Πέμπτη
[ˈpempti]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Donnerstagαρσενικό | Maskulinum, männlich mΠέμπτηΠέμπτη
examples
- την Πέμπτηam Donnerstag
- κάθε Πέμπτη
- Μεγάλη ΠέμπτηGründonnerstagαρσενικό | Maskulinum, männlich m