„weiß“: Adjektiv weißAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άσπρος, λευκός άσπρος, λευκός weiß weiß
„Weiß“: Neutrum, sächlich WeißNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(es); -> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άσπρο, λευκό άσπροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Weiß λευκόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Weiß Weiß