„κατά“: πρόθεση κατά [kaˈta]πρόθεση | Präposition, Verhältniswort präp <+αιτιατική | +Akkusativ+akk> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zu, während, an, gemäß, gegen, nach, gegen, je, pro zu, an κατά κατεύθυνση κατά κατεύθυνση während (+γενική | +Genitiv+gen) κατά χρονική διάρκεια κατά χρονική διάρκεια gemäß, nach κατά αναφορά κατά αναφορά gegen κατά χρονικό κατά χρονικό gegen (+αιτιατική | +Akkusativ+akk) κατά προς κατά προς je, pro (+αιτιατική | +Akkusativ+akk) κατά επιμερισμός κατά επιμερισμός examples κατά τη γνώμη μου meiner Meinung nach κατά τη γνώμη μου κατά το μεσημέρι gegen Mittag κατά το μεσημέρι είμαι κατά dagegen sein είμαι κατά κατά τύχη durch Zufall κατά τύχη κατά κεφαλή εισόδημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Pro-Kopf-Einkommenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κατά κεφαλή εισόδημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n κατά μεγάλο μέρος zum großen Teil κατά μεγάλο μέρος κατά διαστήματα streckenweise κατά διαστήματα κατά έναν περίεργο τρόπο merkwürdigerweise κατά έναν περίεργο τρόπο κατά τεμάχια stückweise κατά τεμάχια hide examplesshow examples