zufällig
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- τυχαίος, συμπτωματικόςzufälligzufällig
zufällig
Adverb | επίρρημα advOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- τυχαία, συμπτωματικά, κατά τύχηzufälligzufällig