εισόδημα
[iˈsoðima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einkommenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεισόδημαεισόδημα
examples
- ετήσιο εισόδημαJahreseinkommenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- εισόδημα από δευτερεύουσα απασχόλησηNebenverdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich m