βάση
[ˈvasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Grundlageθηλυκό | Femininum, weiblich fβάση (θεωρητικό) στήριγμαBasisθηλυκό | Femininum, weiblich fβάση (θεωρητικό) στήριγμαβάση (θεωρητικό) στήριγμα
- Grundlageθηλυκό | Femininum, weiblich fβάση πληθυντικός | Pluralpl της κοινωνίαςβάση πληθυντικός | Pluralpl της κοινωνίας
- Voraussetzungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplβάση πληθυντικός | Pluralpl υποδομή, σύνολο γνώσεωνβάση πληθυντικός | Pluralpl υποδομή, σύνολο γνώσεων
- Annahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fβάση άποψη, παραδοχήAusgangspunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mβάση άποψη, παραδοχήβάση άποψη, παραδοχή
- Stützpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mβάση σταθερό σημείο αναφοράςBasisθηλυκό | Femininum, weiblich fβάση σταθερό σημείο αναφοράςβάση σταθερό σημείο αναφοράς
- Basisθηλυκό | Femininum, weiblich fβάση κύριο στοιχείοβάση κύριο στοιχείο
- Stützpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mβάση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατβάση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- Fuß(punkt)αρσενικό | Maskulinum, männlich mβάση αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ γλυπτικήSockelαρσενικό | Maskulinum, männlich mβάση αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ γλυπτικήβάση αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ γλυπτική
- Grundflächeθηλυκό | Femininum, weiblich fβάση κτηρίουUnterbauαρσενικό | Maskulinum, männlich mβάση κτηρίουβάση κτηρίου
- Basisθηλυκό | Femininum, weiblich fβάση πολιτική | Politikπολιτ μάζες, λαόςβάση πολιτική | Politikπολιτ μάζες, λαός
- Baseθηλυκό | Femininum, weiblich fβάση χημεία | Chemieχημβάση χημεία | Chemieχημ
- Lampenfußαρσενικό | Maskulinum, männlich mβάση λάμπαςβάση λάμπας
examples