ψήφος
[ˈpsifos]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stimmeθηλυκό | Femininum, weiblich fψήφος εκλογικήψήφος εκλογική
examples
- δικαίωμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψήφουWahlrechtουδέτερο | Neutrum, sächlich nWahlberechtigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ψήφος έλλειψης εμπιστοσύνηςMisstrauensvotumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ψήφος εμπιστοσύνηςVertrauensvotumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples