„σύμπτωση“: θηλυκό σύμπτωση [ˈsimptosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zufall Zufallαρσενικό | Maskulinum, männlich m σύμπτωση σύμπτωση examples κατά σύμπτωση zufällig, duch Zufall κατά σύμπτωση