άξονας
[ˈaksonas]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Achseθηλυκό | Femininum, weiblich fάξονας αυτοκίνητο | Autoαυτοκάξονας αυτοκίνητο | Autoαυτοκ
- Angelpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mάξονας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφάξονας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- άξονας καρντάνKardanwelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- άξονας περιστροφήςRotationsachseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- άξονας συμμετρίαςSymmetrieachseθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples