stark
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- stärker werden
- das Manuskript war 50 Seiten starkτο χειρόγραφο ήταν 50 γεμάτες σελίδες
- er macht sich für den Tierschutz starkυποστηρίζει σθεναρά την προστασία των ζώων
hide examplesshow examples