„offenkundig“: Adjektiv offenkundigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φανερός, ολοφάνερος, προφανής φανερός, ολοφάνερος, προφανής offenkundig offensichtlich offenkundig offensichtlich