πολυπληθής
[polipliˈθis], πολυπληθής, πολυπληθέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- πολυπληθής διαδήλωσηθηλυκό | Femininum, weiblich fMassendemonstrationθηλυκό | Femininum, weiblich f