προστασία
[prostaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schutzαρσενικό | Maskulinum, männlich m (από vor+δοτική | +Dativ +dat)προστασίαπροστασία
- Obhutθηλυκό | Femininum, weiblich fπροστασία φροντίδαπροστασία φροντίδα
examples
- προστασία του περιβάλλοντοςUmweltschutzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- προστασία UVUV-Schutzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples