„σφοδρός“ σφοδρός [sfoˈðros], σφοδρή, σφοδρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) heftig, stark, schwer, heftig heftig, stark σφοδρός σφοδρός schwer, heftig σφοδρός θύελλα, καταιγίδα σφοδρός θύελλα, καταιγίδα examples σφοδρός πόθοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Gelüsteπληθυντικός | Plural pl σφοδρός πόθοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m