„cool“: Adjektiv coolAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κουλ, ψύχραμος κουλ, ψύχραμος cool lässig cool lässig examples das ist total cool umgangssprachlich | οικείοumg αυτό έχει πολλή φάση das ist total cool umgangssprachlich | οικείοumg bleib cool! μείνε ψύχραιμος bleib cool!