„πολυάνθρωπος“ πολυάνθρωπος [poliˈanθropos], πολυάνθρωπη, πολυάνθρωποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dicht besiedelt dicht besiedelt πολυάνθρωπος πολυάνθρωπος