αρχή
[arˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Anfangαρσενικό | Maskulinum, männlich mαρχή απ’ όπου ξεκινά κανείςαρχή απ’ όπου ξεκινά κανείς
- Beginnαρσενικό | Maskulinum, männlich mαρχή έναρξηαρχή έναρξη
- Startαρσενικό | Maskulinum, männlich mαρχή αγώνααρχή αγώνα
- Ursprungαρσενικό | Maskulinum, männlich mαρχή προέλευσηαρχή προέλευση
- Prinzipουδέτερο | Neutrum, sächlich nαρχή ηθικός κανόναςGrundsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mαρχή ηθικός κανόναςαρχή ηθικός κανόνας
- Behördeθηλυκό | Femininum, weiblich fαρχή υπηρεσία, γραφείοαρχή υπηρεσία, γραφείο
- Dienststelleθηλυκό | Femininum, weiblich fαρχήαρχή