πεθαίνω
[peˈθeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i &μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sterben (από an+δοτική | +Dativ +dat vor+δοτική | +Dativ +dat)πεθαίνωπεθαίνω
- schwärmen (για für)πεθαίνω επιθυμώ οικείο | umgangssprachlichοικπεθαίνω επιθυμώ οικείο | umgangssprachlichοικ
examples
- πεθαίνω στη δουλειάsich abrackern, sich totarbeiten
- πεθαίνω της πείναςich sterbe vor Hunger