εταιρεία
[eteˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verbandαρσενικό | Maskulinum, männlich mεταιρεία σύνδεσμοςGesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fεταιρεία σύνδεσμοςεταιρεία σύνδεσμος
- Unternehmenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεταιρεία οικονομικήFirmaθηλυκό | Femininum, weiblich fεταιρεία οικονομικήKonzernουδέτερο | Neutrum, sächlich nεταιρεία οικονομικήεταιρεία οικονομική
examples
- ανώνυμος ανώνυμη εταιρείαAktiengesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εταιρεία αστικού δικαίουGesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fbürgerlichen Rechts
- εταιρεία διανομής ταινιώνFilmverleihαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples