ξεκινώ
[ksekjiˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- aufbrechen, losgehenξεκινώ για ταξίδι, οδοιπορίαξεκινώ για ταξίδι, οδοιπορία
- ξεκινώ με όχημα
- startenξεκινώ αθλητισμός | Sportαθλξεκινώ αθλητισμός | Sportαθλ
- anfangenξεκινώ αρχίζωξεκινώ αρχίζω