„ζωή“: θηλυκό ζωή [zoˈi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leben, Dasein Lebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ζωή βίος, ζωντάνια ζωή βίος, ζωντάνια Daseinουδέτερο | Neutrum, sächlich n ζωή ύπαρξη ζωή ύπαρξη examples είμαι στη ζωή am Leben sein είμαι στη ζωή μπαίνω στη ζωή κάποιου in jemandes Leben treten μπαίνω στη ζωή κάποιου