einarbeiten
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εξοικειώνω με την εργασία, μαθαίνω τη δουλειά, κατατοπίζω (σε)einarbeiten anlerneneinarbeiten anlernen
einarbeiten
reflexives Verb | αυτοπαθές ρήμα v/rOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- sich einarbeitenμαθαίνω τη δουλειά, εξοικειώνομαι με την εργασία