„διάρκεια“: θηλυκό διάρκεια [ðiˈarkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dauer Dauerθηλυκό | Femininum, weiblich f διάρκεια διάρκεια examples κατά τη διάρκεια während (gen/gen) κατά τη διάρκεια διάρκειας… mit einer Laufzeit von … διάρκειας… έχω διάρκεια von Bestand sein έχω διάρκεια διάρκειας πολλών εβδομάδων mehrwöchig διάρκειας πολλών εβδομάδων διάρκεια εκπαίδευσης Lehrzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f διάρκεια εκπαίδευσης διάρκεια ενοικίου Mietdauerθηλυκό | Femininum, weiblich f διάρκεια ενοικίου διάρκεια εφαρμογής Anwendungsdauerθηλυκό | Femininum, weiblich f διάρκεια εφαρμογής διάρκεια ζωής Lebensdauerθηλυκό | Femininum, weiblich f διάρκεια ζωής διάρκεια ισχύος Wirkungsdauerθηλυκό | Femininum, weiblich f διάρκεια ισχύος διάρκεια κλήσης τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ Gesprächsdauerθηλυκό | Femininum, weiblich f διάρκεια κλήσης τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ διάρκεια παραμονής Aufenthaltsdauerθηλυκό | Femininum, weiblich f διάρκεια παραμονής διάρκεια πτήσης Flugdauerθηλυκό | Femininum, weiblich f διάρκεια πτήσης διάρκεια ταξιδιού Fahrtdauerθηλυκό | Femininum, weiblich f διάρκεια ταξιδιού διάρκεια της ζωής Lebenszeitθηλυκό | Femininum, weiblich f διάρκεια της ζωής διάρκεια του ματς Spielzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f διάρκεια του ματς διάρκεια φυλάκισης Haftdauerθηλυκό | Femininum, weiblich f διάρκεια φυλάκισης hide examplesshow examples