ξύσιμο
[ˈksisimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Abschabenουδέτερο | Neutrum, sächlich nξύσιμοAbkratzenουδέτερο | Neutrum, sächlich nξύσιμοRadierenουδέτερο | Neutrum, sächlich nξύσιμοξύσιμο
- Gekratzeουδέτερο | Neutrum, sächlich nξύσιμο οικείο | umgangssprachlichοικξύσιμο οικείο | umgangssprachlichοικ