Greek-German translation for "οδηγώ"

"οδηγώ" German translation

οδηγώ
[oðiˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • fahren, lenken
    οδηγώ όχημα
    οδηγώ όχημα
  • (hin)führen
    οδηγώ δείχνω το δρόμο
    οδηγώ δείχνω το δρόμο
  • führen
    οδηγώ υποδεικνύω
    οδηγώ υποδεικνύω
  • anführen
    οδηγώ έχω την αρχηγία
    οδηγώ έχω την αρχηγία
  • führen (σε zu)
    οδηγώ χρησιμεύω στην καθοδήγηση
    οδηγώ χρησιμεύω στην καθοδήγηση
  • veranlassen, bewegen (σε zu)
    οδηγώ παρακινώ
    οδηγώ παρακινώ
οδηγώ
[oðiˈɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • führen
    οδηγώ δρόμος
    οδηγώ δρόμος
  • einmünden (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)
    οδηγώ καταλήγω
    οδηγώ καταλήγω
examples
  • οδηγάς;
    kannst du fahren?
    οδηγάς;
  • πού θα οδηγήσει αυτό;
    wo soll das hinführen?
    πού θα οδηγήσει αυτό;
οδηγώ πίσω από κάποιον
hinter jemandem fahren, jemandem hinterherfahren
οδηγώ πίσω από κάποιον

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: