„λυπημένος“ λυπημένος [lipiˈmenos], λυπημένη, λυπημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) traurig, betrübt traurig, betrübt λυπημένος λυπημένος