χρήμα
[ˈxrima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, χρήματα [ˈxrimata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geldουδέτερο | Neutrum, sächlich nχρήμαχρήμα
examples
- πλαστά χρήματαFalschgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- χρήματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl δωροδοκίαςBestechungsgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples