Kohle
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- κάρβουνοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nKohle zum HeizenKohle zum Heizen
- άνθρακαςMaskulinum, männlich | αρσενικό mKohle Chemie | χημείαCHEMKohle Chemie | χημείαCHEM
examples
- ich sitze auf glühenden Kohlenκάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα
- Hauptsache, die Kohle stimmt umgangssprachlich | οικείοumgαρκεί να πέσουν τα φράγκα