„λεφτά“: πληθυντικός ουδετέρου λεφτά [lefˈta]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geld Geldουδέτερο | Neutrum, sächlich n λεφτά λεφτά