καθαρός
[kaθaˈros], καθαρή, καθαρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- καθαρός
- καθαρός χρυσός
- klarκαθαρός νερό, φωνήκαθαρός νερό, φωνή
- frischκαθαρός εσώρουχα, αέραςκαθαρός εσώρουχα, αέρας
- offensichtlich, deutlichκαθαρός ολοφάνεροςκαθαρός ολοφάνερος