„pur“: Adjektiv purAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σκέτος, καθαρός σκέτος pur Getränk pur Getränk καθαρός pur Gold pur Gold examples purer ZufallMaskulinum, männlich | αρσενικό m καθαρή σύμπτωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f purer ZufallMaskulinum, männlich | αρσενικό m purer WahnsinnMaskulinum, männlich | αρσενικό m καθαρή τρέλαFemininum, weiblich | θηλυκό f purer WahnsinnMaskulinum, männlich | αρσενικό m