Greek-German translation for "καθαρό"

"καθαρό" German translation

καθαρό
[kaθaˈro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Reinschriftθηλυκό | Femininum, weiblich f
    καθαρό
    καθαρό
καθαρό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Nettobetragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
καθαρό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
καθαρό εισόδημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Nettoeinkommenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
καθαρό εισόδημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
έχω καθαρό μέτωπο
eine weiße
έχω καθαρό μέτωπο
περιεκτικότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f σε καθαρό χρυσό
Goldgehaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m
περιεκτικότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f σε καθαρό χρυσό
καθαρό βάροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Nettogewichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
καθαρό βάροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
καθαρό κέρδοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Nettoertragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Nettogewinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Reingewinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
καθαρό κέρδοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
έχω καθαρό μέτωπο
reine Weste haben
έχω καθαρό μέτωπο

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: