„βάρος“: ουδέτερο βάρος [ˈvaros]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gewicht, Belastung, Last Gewichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n βάρος ανθρώπου, αντικειμένου βάρος ανθρώπου, αντικειμένου Belastungθηλυκό | Femininum, weiblich f βάρος επιβάρυνση βάρος επιβάρυνση Lastθηλυκό | Femininum, weiblich f βάρος πρόσωπο, υποχρέωση βάρος πρόσωπο, υποχρέωση examples τι ή πόσο βάρος έχεις; wie schwer bist du? τι ή πόσο βάρος έχεις; παίρνω βάρος zunehmen παίρνω βάρος χάνω βάρος abnehmen χάνω βάρος σε ή εις βάρος auf Kosten (gen/gen) σε ή εις βάρος γίνομαι βάρος zur Last fallen (σε jemandem) γίνομαι βάρος νομίζει πως μας γίνεται βάρος sie denkt, sie ist uns ein Klotz am Bein νομίζει πως μας γίνεται βάρος μου έφυγε ένα βάρος mir fiel ein Stein vom Herzen μου έφυγε ένα βάρος βάρος συσκευασίας Verpackungsgewichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n βάρος συσκευασίας hide examplesshow examples