τιμή
[tiˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Preisαρσενικό | Maskulinum, männlich mτιμή αξία πράγματοςτιμή αξία πράγματος
- Kaufpreisαρσενικό | Maskulinum, männlich mτιμή αγοράςτιμή αγοράς
- Ehreθηλυκό | Femininum, weiblich fτιμή ανθρώπουτιμή ανθρώπου
- Wertαρσενικό | Maskulinum, männlich mτιμή ιατρική | Medizinιατρ φυστιμή ιατρική | Medizinιατρ φυσ
- Kursαρσενικό | Maskulinum, männlich mτιμή εμπόριο | Handelεμπτιμή εμπόριο | Handelεμπ
examples