Greek-German translation for "εσωτερικός"

"εσωτερικός" German translation

εσωτερικός
[esoteriˈkos], εσωτερική, εσωτερικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • innere(r, s), Innen-
    εσωτερικός που βρίσκεται μέσα
    εσωτερικός που βρίσκεται μέσα
  • Inlands-
    εσωτερικός μέσα στη χώρα
    εσωτερικός μέσα στη χώρα
  • Innen-
    εσωτερικός αναφερόμενος στις εσωτερικές υποθέσεις
    εσωτερικός αναφερόμενος στις εσωτερικές υποθέσεις
  • Binnen-
    εσωτερικός
    εσωτερικός
  • intern
    εσωτερικός υπόθεση, ζήτημα
    εσωτερικός υπόθεση, ζήτημα
examples
  • εσωτερική αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Inlandsmarktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    εσωτερική αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • εσωτερική αυλήθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Innenhofαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    εσωτερική αυλήθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • εσωτερική διακόσμησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Innenausstattungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    εσωτερική διακόσμησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • hide examplesshow examples
δεξιός εσωτερικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Halbrechtsαρσενικό | Maskulinum, männlich m
δεξιός εσωτερικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εσωτερικός καθρέφτης
Rückspiegelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εσωτερικός καθρέφτης

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: