συναλλαγή
[sinalaˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Transaktionθηλυκό | Femininum, weiblich fσυναλλαγή οικονομία | WirtschaftοικονGeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυναλλαγή οικονομία | Wirtschaftοικονσυναλλαγή οικονομία | Wirtschaftοικον
examples
- συναλλαγές οικονομία | WirtschaftοικονHandelαρσενικό | Maskulinum, männlich mGeschäftsverkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- συναλλαγέςKontobewegungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- λογαριασμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m συναλλαγώνGirokontoουδέτερο | Neutrum, sächlich n