αγορά
[aɣoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mαγορά απόκτησηEinkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mαγορά απόκτησηAnkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mαγορά απόκτησηαγορά απόκτηση
- Markt(platz)αρσενικό | Maskulinum, männlich mαγορά ανοικτός χώροςαγορά ανοικτός χώρος
- Markt(halle)Maskulinum mit Femininendung in Klammern m(f)αγορά στεγασμένος χώροςαγορά στεγασμένος χώρος
- Marktαρσενικό | Maskulinum, männlich mαγορά εμπόριο | Handelεμπαγορά εμπόριο | Handelεμπ