διάδρομος
[ðiˈaðromos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Korridorαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιάδρομος σε κτήριοGangαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιάδρομος σε κτήριοδιάδρομος σε κτήριο
- Dieleθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάδρομος σπιτιούFlurθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάδρομος σπιτιούδιάδρομος σπιτιού
- Gangαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιάδρομος ανάμεσα σε καθίσματαδιάδρομος ανάμεσα σε καθίσματα
- Rollbahnθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάδρομος αεροπορία | Luftfahrtαεροπδιάδρομος αεροπορία | Luftfahrtαεροπ
- Laufbandουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιάδρομος αθλητισμός | Sportαθλδιάδρομος αθλητισμός | Sportαθλ
examples
- διάδρομος απογειώσεωςStartbahnθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διάδρομος προσγειώσεωςLandebahnθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διάδρομος του μπόουλινγκBowlingbahnθηλυκό | Femininum, weiblich f