δεξιός
[ðeksiˈos], δεξιά, δεξιόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- δεξιός εσωτερικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητισμός | SportαθλHalbrechtsαρσενικό | Maskulinum, männlich m