die
Artikel | άρθρο artFemininum, weiblich | θηλυκό f <Nominativ | ονομαστικήnomSingular | ενικός sg>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ο, η, τοdiedie
- τη(ν)die Akkusativ | αιτιατικήakkSingular | ενικός sgdie Akkusativ | αιτιατικήakkSingular | ενικός sg
- οιMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fdie Nominativ | ονομαστικήnomPlural | πληθυντικός plταNeutrum, sächlich | ουδέτερο ndie Nominativ | ονομαστικήnomPlural | πληθυντικός pldie Nominativ | ονομαστικήnomPlural | πληθυντικός pl
- τουςMaskulinum, männlich | αρσενικό mdie Plural | πληθυντικόςplτιςFemininum, weiblich | θηλυκό fdie Plural | πληθυντικόςplταNeutrum, sächlich | ουδέτερο ndie Plural | πληθυντικόςpldie Plural | πληθυντικόςpl
die
Relativpronomen | αναφορική αντωνυμία rel prFemininum, weiblich | θηλυκό f <Nominativ | ονομαστικήnomSingular | ενικός sg>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- που, η οποίαdiedie
- που, την οποίαdie Akkusativ | αιτιατικήakkSingular | ενικός sgdie Akkusativ | αιτιατικήakkSingular | ενικός sg
- που, οι οποίοιMaskulinum, männlich | αρσενικό mdie Nominativ | ονομαστικήnomPlural | πληθυντικός plοι οποίεςFemininum, weiblich | θηλυκό fdie Nominativ | ονομαστικήnomPlural | πληθυντικός plτα οποίαNeutrum, sächlich | ουδέτερο ndie Nominativ | ονομαστικήnomPlural | πληθυντικός pldie Nominativ | ονομαστικήnomPlural | πληθυντικός pl
die
Demonstrativpronomen | δεικτική αντωνυμία dem pr <Nominativ | ονομαστικήnomPlural | πληθυντικός pl>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)